γενεσιακός

γενεσιακός
-ή, -ό (AM γενεσιακός, -ή, -όν) [γένεσις]
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία τού κόσμου («γενεσιακές θεωρίες»)
2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση τής ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας»)
αρχ.
ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο γενεθλιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γενεσιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακῆς — γενεσιακός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακῇ — γενεσιακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακήν — γενεσιακός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”